πάγιος

πάγιος
πάγῐ-ος [ᾰ], α, ον, also ος, ον Plot.2.1.4: ([etym.] πήγνυμι):—
A solid,

κηρὸς . . σιδήρου παγιώτερος Luc.Alex.21

. Adv., εἶναι -ίως to be solid, opp. ῥεῖν, Arist.Cael.298b30.
II firm, steadfast,

οὐδὲν π. ἐστι τῶν ἀνθρωπίνων D.

C.65.1; π. ἔχειν τὸν λόγον hold it fast, Pl.Epin.984d, cf. Plot. l.c.;

πάγιον ἕστηκε Lib.Or.64.47

; of persons, συστῆναι παγιώτατοι steady in the ranks, D. C.76.12. Adv. -ίως, λέγειν to say positively, without reservations, Pl.R.434d; π. νοῆσαι ib.479c, Tht. 157a;

π. διισχυρίζεσθαι Id.Ti.49d

, cf. Arist.Rh.1389b19; firmly, immovably,

ἑστάναι Dam.Pr.266

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πάγιος — solid masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάγιος — α, ο (ΑΜ πάγιος, ία, ον, θηλ. και ος) 1. στερεός («κηρὸς... σιδήρου παγιώτερος», Λουκιαν.) 2. αυτός που δεν επιδέχεται αλλαγές, σταθερός, αμετακίνητος, αμετάβλητος (α. «πάγια κατάσταση» β. «πάγιες αποδοχές») νεοελλ. φρ. α) «πάγια έξοδα» (οικον.)… …   Dictionary of Greek

  • πάγιος — α, ο ο σταθερός, ο αμετάβλητος: Πάγια έσοδα, πάγια τακτική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παγιώτερον — πάγιος solid adverbial comp πάγιος solid masc acc comp sg πάγιος solid neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παγιώτατον — πάγιος solid masc acc superl sg πάγιος solid neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παγίων — πάγιος solid fem gen pl πάγιος solid masc/neut gen pl παγιόω make firm imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) παγιόω make firm imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παγίως — πάγιος solid adverbial πάγιος solid masc acc pl (doric) παγιόω make firm imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάγιον — πάγιος solid masc acc sg πάγιος solid neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παγιώτατοι — πάγιος solid masc nom/voc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παγιώτερα — πάγιος solid neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παγιώτεροι — πάγιος solid masc nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”